- ιμπεριαλισμός
- Η τάση για επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής ενός κράτους σε άλλες χώρες, κυρίως με τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής του ισχύος.
Ήδη από την αρχαιότητα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ένας λαός να διεκδικεί να υποτάξει άλλους. Όμως δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει ι., που είναι μια οργανωμένη κυριαρχία, χωρίς την ύπαρξη κράτους. Για τον λόγο αυτό μπορούμε να μιλάμε για ι. των Ασσυρίων, των Λαγιδών, των Ρωμαίων, των Κινέζων, ακόμα των Αζτέκων ή των Ίνκας, δεν μπορούμε όμως να χρησιμοποιήσουμε αυτό τον όρο σχετικά με τους Κέλτες ή τους Γερμανούς ή τους Ούννους, ή ακόμα και τους Μογγόλους, γιατί αυτοί οι βάρβαροι λαοί, στερημένοι από εδραιωμένους κρατικούς θεσμούς, δεν διέθεταν οργανωμένη κυριαρχία. Για τον ίδιο λόγο, η ιμπεριαλιστική πολιτική υπήρξε σπάνια στη μεσαιωνική Δύση· ασφαλώς η χριστιανική δημοκρατία ζούσε τότε στηριγμένη στον αυτοκρατορικό μύθο, κληρονομημένο από τη Ρώμη. Η αποσύνθεση όμως των δημόσιων εξουσιών ήταν τέτοια ώστε κανένα κράτος δεν ήταν σε θέση να ασκήσει τη λειτουργία αυτής της χριστιανικής δημοκρατίας.
Αντίθετα, η αναγέννηση του κράτους στο τέλος του Μεσαίωνα έκανε τους νεότερους χρόνους (17o και 18o αι.) περίοδο ιδιαίτερα πλούσια σε απόπειρες αυτού του είδους. Από τον Κάρολο Κουίντο έως τον Ναπολέοντα, περνώντας από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, τον Φίλιππο B’, τον Γουσταύο Αδόλφο, τον Λουδοβίκο ΙΔ’ και τον Κάρολο IB’, ο κατάλογος αυτών που ονειρεύτηκαν να υποτάξουν όλη την Ευρώπη ή ένα μέρος της είναι μεγάλος.
Φαίνεται ότι αυτός o νεότερος ι. ήταν βασικά πολιτικός στις μεθόδους και στα κίνητρά του, ακόμα και αν έπαιξαν ρόλο και άλλοι παράγοντες όπως θρησκευτικές βλέψεις, φανερές στον Φίλιππο B’, ή τα εκάστοτε οικονομικά συμφέροντα (π.χ η σουηδική επέκταση του 17ου αι.). Ωστόσο, ακόμα και αν κυοφορήθηκαν από τέτοια κίνητρα, οι ιμπεριαλιστικές διαμάχες είχαν τότε πολιτική χροιά, εφόσον μάλιστα ο μοναρχικός χαρακτήρας των κρατών έδινε εκτεταμένη θέση στην επιδίωξη εξουσίας των πρωταγωνιστών.
Κατά τον 19ο αι. η ανάρρηση των λαών στην εξουσία και ο θρίαμβος της εθνικής ιδέας, καθώς και η εκπληκτική ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, επρόκειτο να προσδώσουν μια νέα διάσταση στο φαινόμενο. Μέχρι τότε, οι ιμπεριαλιστικές κινήσεις είχαν ως πλαίσιο την Ευρώπη: το κράτος του κόσμου (imperum mundi) που ονειρεύονταν οι κατακτητές στην πραγματικότητα περιοριζόταν στην κυριαρχία της ηπείρου αυτής. Κατά τον 19o αι. η Ευρώπη, ή τουλάχιστον το πιο προχωρημένο τμήμα της, ξεκίνησε για την κατάκτηση του κόσμου. Σε μερικές δεκαετίες οι κυριότερες δυνάμεις ίδρυσαν αποικιακές αυτοκρατορίες που φάνηκαν βιώσιμες, στο μέτρο που οι κυριαρχημένοι λαοί είχαν, γενικά, ένα τόσο χαμηλό επίπεδο τεχνικού πολιτισμού που έκανε αδύνατο το ενδεχόμενο κάποιας αντίστασης από την πλευρά τους. Ο αποικιακός αυτός ι. γέννησε πολλές αντιγνωμίες σχετικά με την προέλευσή του. Ασφαλώς είχε πολιτικά και ιδεολογικά κίνητρα. Για παράδειγμα, η γαλλική αποικιακή επέκταση υπήρξε σε μεγάλη έκταση ένας ι.της σημαίας, που αποζημίωνε το τραυματισμένο κατά το 1871 εθνικό συναίσθημα, εξαίροντας την πολιτιστική αποστολή του Μεγάλου Έθνους. Στη γένεσή του οι στρατιωτικοί και οι ιεραπόστολοι διαδραμάτισαν συχνά σημαντικότερο ρόλο από τους βιομηχάνους και τους εμπόρους. Ωστόσο, οι ιδιαίτερες μορφές της γαλλικής περίπτωσης δεν πρέπει να επισκιάζουν το γεγονός ότι η αποικιακή επέκταση υπήρξε αποκλειστικό φαινόμενο των χωρών που είχαν μπει στον καπιταλιστικό δρόμο.
Τον οικονομικό αυτόν χαρακτήρα του σύγχρονου ι. υπογράμμισε ο Λένιν το 1916. Παρεμβαίνοντας σε μια μακρά συζήτηση, στην οποία διακρίθηκαν με τη σειρά τους ο Χόμπσον (1902), ο Χίλφερντιγκ (1910) και η Ρόζα Λούξεμπουργκ (1913), o Λένιν όρισε τον ι. ως μία από τις μορφές του καπιταλισμού, ως ένα «στάδιο» της εξέλιξής του, «υπέρτατο» κατά την άποψή του. Πραγματικά, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, από την εποχή κατά την οποία τον ανέλυε ο Μαρξ, δεν έπαψε να μετασχηματίζεται σύμφωνα με τους ιδιαίτερους νόμους του. Με τη δυναμική της επεκτεινόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, έφτασε σε τέτοια βαθμίδα συγκέντρωσης ώστε όλη η οικονομία ελεγχόταν από μια στενή οικονομική ολιγαρχία που είχε γεννηθεί από τη συγχώνευση του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου. Τα μονοπώλια αυτά, αναπτύσσοντας την παραγωγική ικανότητά τους και βελτιώνοντας συγχρόνως την παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας, αύξησαν περισσότερο τον κίνδυνο υπερπαραγωγής, που είναι έμφυτος στον ίδιο τον καπιταλισμό. Είχαν λοιπόν όλο και περισσότερο ανάγκη από μια εξωτερική διέξοδο για τα εμπορεύματά τους, αλλά και για τα κεφάλαιά τους. Αυτό συνέβη επειδή ο υπερκορεσμός της εθνικής αγοράς και η επακόλουθη πτώση του ποσοστού κέρδους έκαναν τις επενδύσεις του εσωτερικού όλο και λιγότερο επικερδείς. Έτσι προέκυψε η ορμή προς τις αποικίες και τις ζώνες επιρροής. Αφού επιζητήθηκε πρώτα με πολιτικές συναλλαγές (συνέδριο Βερολίνου, 1885), η διεκδίκηση αυτή εκφυλίστηκε σε ανελέητη διαμάχη μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών ι. Από τη διαμάχη αυτή όφειλαν να επωφεληθούν οι επαναστάτες, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Είναι γνωστό ότι η ανάλυση του Λένιν επαληθεύτηκε κατά ένα μέρος, στο μέτρο που η πάλη μεταξύ του γερμανικού ι. από τη μία μεριά και του γαλλικού και αγγλικού από την άλλη επέτρεψε και την αμοιβαία κατάπτωσή τους προς όφελος του αμερικανικού συστήματος, στην ΕΣΣΔ αρχικά και αργότερα σε άλλες περιοχές της Γης. Οι διαμάχες αυτές μεταξύ ιμπεριαλιστών είχαν επίσης ως συνέπεια την πολιτική χειραφέτηση των περισσότερων πρώην αποικιών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι o ι., με την έννοια που του έδινε ο Λένιν, έχει σβήσει. Η οικονομική εξάρτηση των εξωτερικών αγορών από τα μεγάλα μονοπώλια (που ελέγχουν ολοένα στενότερα την εθνική αγορά και τον κρατικό μηχανισμό) πήρε απλώς μια έμμεση μορφή, η οποία ονομάστηκε νεοαποικισμός.
Η συντριπτική βιομηχανική δύναμή τους επέτρεψε στις ΗΠΑ να επεκτείνουν την επιρροή τους, πρώτα στο δικό τους ημισφαίριο και ύστερα στο μεγαλύτερο μέρος της γήινης σφαίρας. Μεταξύ των δύο πολέμων (Α’ Παγκόσμιος και Β’ Παγκόσμιος), η υπεροχή των ΗΠΑ διατήρησε έναν χαρακτήρα βασικά οικονομικό και η χώρα αυτή εγκατέλειψε τον απομονωτισμό της για να αναλάβει παγκόσμιες πολιτικές ευθύνες από το 1941. Ωστόσο, ενώ μια μεγάλη μερίδα της αμερικανικής κοινής γνώμης εκδηλώνει ακόμα πολλές αντιρρήσεις σχετικά με πολύ συγκεκριμένες δεσμεύσεις της χώρας έξω από την ήπειρό της, οι ΗΠΑ πολλαπλασίασαν τις έμμεσες ή τις άμεσες επεμβάσεις τους προς όφελος καθεστώτων ευνοϊκών για τα συμφέροντά τους.
Ο Λένιν χαρακτήρισε τον ιμπεριαλισμό ως το «υπέρτατο στάδιο» της εξέλιξης του καπιταλισμού.
* * *ὁ1. η πολιτική προάσπισης και προαγωγής τών συμφερόντων μιας μεγάλης δύναμης σε ευρύτερη περιοχή τής υδρογείου και σε βάρος άλλων, λιγότερο ισχυρών, κρατών2. η βούληση προς επέκταση και κυριαρχία, ατομική ή συλλογική, ο επεκτατισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. imperialism < imperial (< λατ. imperium «εξουσία») + -ism].
Dictionary of Greek. 2013.